- χριστιανοδημοκρατία
- η, Ν η χριστιανική δημοκρατία.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. democratic chretienne < χριστιανός + δημοκρατία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χριστιανικός — ή, ό / χριστιανικός, ή, όν, ΝΜΑ [χριστιανός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» ο χριστιανισμός β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
χριστιανοδημοκράτης — ο, θηλ. χριστιανοδημοκράτισσα, Ν [χριστιανοδημοκρατία] μέλος ή οπαδός τού χριστιανοδημοκρατικού κόμματος … Dictionary of Greek
χριστιανοδημοκρατικός — ή, ό, Ν [χριστιανοδημοκράτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χριστιανοδημοκρατία ή στον χριστιανοδημοκράτη 2. φρ. α) «χριστιανοδημοκρατικό κόμμα» πολιτικό κόμμα που πρεσβεύει τις αρχές τής χριστιανικής δημοκρατίας β) «Χριστιανοδημοκρατική… … Dictionary of Greek